- μπούκωμα
- τό1) запихивание пищи в рот, набивание рта; 2) закармливание; 3) затыкание (рта); 4) задабривание; подкуп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπούκωμα — το 1. το γέμισμα του στόματος με τροφή: Από το μπούκωμα δεν μπορούσε να γελάσει. 2. βούλωμα: Το μπούκωμα του σωλήνα. 3. μτφ., δωροδοκία, εξαγορά: Τον έκανε να σωπάσει με μπούκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπούκωμα — το [μπουκώνω] 1. το γέμισμα, η υπερπλήρωση τού στόματος με μεγάλη ποσότητα τροφής 2. (για μηχάνημα) μτφ. παρεμπόδιση λειτουργίας λόγω υπερπλήρωσης 3. μτφ. παραγέμισμα, βούλωμα, στούπωμα, φράξιμο, 4. δυσκολία στην αναπνοή από κρυολόγημα 5. μτφ.… … Dictionary of Greek
συνάχι — (Ιατρ.). Φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, ιογενούς αιτιολογίας (ρινοϊοί), μεταδοτική. Η φλεγμονή, εξαιτίας του οιδήματος που προκαλεί στο ρινικό βλεννογόνο, αλλοιώνει βαθιά το ρυθμό της αναπνευστικής λειτουργίας, γιατί δεν επιτρέπει να περνάει… … Dictionary of Greek